ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ
Συμμετοχες 2015
09 Ιούνιος, 2016
162.15 Διερευνήσεις αστικής βιωσιμότητας
Δίκτυο μετασχηματισμών στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Φοιτήτριες : Μήνα Ζάρμπου, Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Αφροδίτη Πινακά
Επιβλέποντες καθηγητές: Γιώργος Πατρίκιος, Πάνος Κόκκορης, Κωστής Κεβεντζίδης
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ημερομηνία παρουσίασης: Ιούλιος 2015
Η παρακάτω διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο τη σύνθεση ενός δικτύου ενεργοποίησης της γειτονιάς μέσα από τη χρήση των αδρανών χώρων του αστικού ιστού.
Αφετηρία των ερωτηματικών ,που έγιναν αφορμή για τη διπλωματική αυτή, αποτέλεσε το, πλέον, συνηθισμένο φαινόμενο των κλειστών καταστημάτων στα αστικά κέντρα. Ο προβληματισμός που προκύπτει έχει να κάνει με τις επιπτώσεις που δημιουργούνται στον τρόπο κατοίκησης μέσα στην πόλη. Η εικόνα των κλειστών καταστημάτων δημιουργεί την αίσθηση εγκατάλειψης της ισόγειας στάθμης, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με το δημόσιο χώρο της πόλης. Ο συνδυασμός αυτών των ανενεργών χώρων με την έλλειψη βιώσιμου δημόσιου χώρου στα αστικά κέντρα, έχει άμεσες επιπτώσεις στον τρόπο που οι κάτοικοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και δραστηριοποιούνται στη γειτονιά τους. Ξεκινάει, λοιπόν, μια διερεύνηση μετασχηματισμών, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα των αστικών κέντρων, αξιοποιώντας χώρους της πόλης,που έχουν μείνει για καιρό ανενεργοί. Η σύλληψη της παρακάτων πρότασης θα μπορούσε να αφορά ένα πλήθος περιοχών της Ελλάδας, ωστόσο επιλέγουμε να ασχοληθούμε ενδεικτικά με την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η περιοχή μελέτης αποτελεί κομμάτι του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για το τόξο που σχηματίζουν οι οδοί Αγίου Δημητρίου και Ολυμπιάδος με έκταση από την Παλιά Λαχαναγορά στα δυτικά ώς το Τούρκικο Προξενείο στα ανατολικά. Η οδός Αγίου Δημητρίου θεωρείται βασικός άξονας, τόσο για την είσοδο στην περιοχή μελέτης, όσο και γενικότερα για την είσοδο στην πόλη. Η περιοχή βρίσκεται μεταξύ του εμπορικού κέντρου και της Άνω Πόλης και ταυτόχρονα γειτνιάζει με άλλες περιοχές κεντρικής σημασίας για την πόλη της Θεσσαλονίκης, όπως το Πανεπιστήμιο και τα Δικαστήρια.Πρόκειται για περιοχή γενικής κατοικίας, παρά την εμφάνιση μεμονωμένων κεντρικών λειτουργιών της πόλης. Χαρακτηριστική είναι η έντονη κλίση του εδάφους στο σύνολο της, που αυξάνεται πλησιάζοντας την Άνω Πόλη.
Το ποσοστό των κλειστών ισόγειων και ημιυπόγειων καταστημάτων συνολικά φτάνει το 47,3%. Μεγαλύτερη συγκέντρωση κλειστών καταστημάτων υπάρχει πάνω από την οδό Κασσάνδρου, ενώ η συγκέντρωση αυξάνεται προχωρώντας προς το εσωτερικό της περιοχής. Παρατηρείται ο σχηματισμός περιοχών ή αξόνων μεγάλης συγκέντρωσης κλειστών, κυρίως κατά μήκος των κάθετων οδών, ακόμη και των σημαντικών αξόνων, όπως αυτός της Αγίας Σοφίας. Σε γενικές γραμμές, η παρουσία ισόγειας κατοικίας είναι ισχυρή στους λιγότερο σημαντικούς δόμους και σε μικρά στενά. Το ανατολικότερο τμήμα της περιοχής φαίνεται να διατηρεί μεγαλύτερο ποσοστό της εμπορικότητάς του, καθώς εμφανίζει μικρότερο αριθμό ανενεργών ισόγειων χώρων.
Η αναλογία κλειστών καταστημάτων - καταστημάτων σε λειτουργία είναι εμφανής και στην ανάλυση των μετώπων. Τα κτίρια παρουσιάζουν τυπική διάταξη , στην οποία το ισόγειο είναι διαιρεμένο σε μικροϊδιοκτησίες, ενώ ο δομικός κάναβος είναι εξαιρετικά πυκνός. Στα περισσότερα κτίρια της περιοχής το άνοιγμα μεταξύ υποστυλωμάτων κυμαίνεται μεταξύ 3-3.5 μέτρων.
Σε πρώτο στάδιο, αναγνωρίζεται ως κύρια ανάγκη η αξιοποίηση των μικρής κλίμακας υπαίθριων χώρων, που αυτή τη στιγμή παραμένουν ανεκμετάλλευτοι. Ως τέτοιοι λαμβάνονται υπ' όψιν τα μικρά αδόμητα οικόπεδα και οι ακάλυπτοι χώροι, που έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν ως χώροι στάσης η ως στενά υπαίθρια περάσματα, που δημιουργούν εναλλακτικές διαδρομές. Στόχος είναι οι χώροι αυτοί, συνδυασμένοι με τους υπάρχοντες δημόσιους χώρους της περιοχής, να συνδεθούν σε ένα ενιαίο δίκτυο ελεύθερων χώρων. Για τη δημιουργία του δικτύου θεωρείται σημαντική η σύνδεση μέσω νέων πεζοδρομήσεων ή μέσω της αξιοποίησης του οδικού δικτύου. Έτσι σε προγραμματικό στάδιο προκύπτει το παραπάνω δίκτυο ελεύθερων χώρων, που έχει στόχο να καλύψει κατά το δυνατόν το σύνολο της περιοχής.
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η πεζοδρόμηση δύο βασικών αξόνων για τη σύνδεση με το κέντρο της πόλης. Η κίνηση αυτή θεωρείται ότι μπορεί να σπάσει, έστω σημειακά, το αυστηρό όριο που δημιουργεί η Αγίου Δημητρίου. Πρόκειται για τον άξονα Αγίας Σοφίας, η πεζοδρόμηση της οποίας έχει ήδη προγραμματιστεί μέχρι το ύψος της Αχειροποίητου, καθώς και για τον άξονα Προφήτη Ηλία, που ξεκινά από το ψηλότερο με θέα σημείο της περιοχής και καταλήγει στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Σε δεύτερο επίπεδο, επιδκιώκεται ο συνδυασμός των υπαίθριων χώρων με την αξιοποίηση των ανενεργών ισόγειων καταστημάτων, με στόχο την κατά το δυνατόν καλύτερη ενεργοποίηση και των δύο. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκε μια ακριβής αποτύπωση ττων διαστάσεων των κλειστών ισογείων που εμφανίζονται συγκεντρωμένα σε άξονες ή γύρω από αξιοποιήσιμους υπαίθριους χώρους. Έτσι, προκύπτει ένα πιο εντοπισμένο δίκτυο που συνδυάζει υπαίθριους και κλειστούς χώρους, καθώς και άξονες σύνδεσης.
Σ' αυτό το σημείο, γίνεται μια ενδεικτική κανανομή των επιλεγμένων χρήσεων στους διαθέσιμους χώρους. Η επιλογή τοποθέτησης νέων χρήσεων βασίζεται σε δομές που θα επηρεάσουν την αλληλεπίδραση της γειτονιάς και θα ενεργοποιήσουν τους μέχρι τώρα αδρανείς χώρους με διαφορετικές λειτουργίες. Οι χρήσεις κατανέμονται σύμφωνα με το υπάρχον περιβάλλον και τα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής, όπως αυτά αναλύθηκαν παραπάνω. Η τοποθέτηση των νέων χρήσεων θεωρείται ότι θα γίνει σταδιακά, ωστόσο παραπάνω γίνεται μια απόπειρα παρουσίασης ενός ολοκληρωμένου αποτελέσματος.