ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΖΩΗΣ
06 Απρίλιος, 2008
ΔΥΟ ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΕ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
"..Και πώς να στεργίωσει καλή αρχιτεκτονική σε αυτόν τον τόπο, που όλοι είναι φυγόπονοι και που κανένας τους δεν παραδέχεται αυτόν τον τόπο για δικό του. Που κανένας δεν θα κάτσει να τον ακούσει, να τον νιώσει γιατί... παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορούν αυτή τη σιωπή, θέλουν αλλαγές και καινούργια πράγματα, για να έχει ένα ενδιαφέρον.."
Σε κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη:
«Αν κοιτάξουμε προσεκτικά στα σκουπίδια, το πρώτο που θα δούμε είναι ο παλιός εξοπλισμός του σπιτιού».
Και συνεχίζει: «Η έννοια της διάρκειας δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα»
Και ακόμα: «Το παρελθόν, αντί να ζωογονεί το παρόν, το πνίγει».
Και πιο κάτω με δύο φράσεις: «Άλλοτε ο ξεσπιτωμένος υπέφερε, τώρα το ξεσπίτωμα φέρει τη σφραγίδα του νεωτερικού» και «...ο μοντέρνος ταξιδιώτης (που κάλλιστα μπορεί να είναι πολιτικός, φοιτητής, επαγγελματίας τουρίστας ή απλώς φιλοθεάμων) θεωρεί μεγάλη επιτυχία του το γεγονός ότι δεν τον χωράει ο τόπος».
Και κλείνει: «Το μόνο σπίτι που απέμεινε είναι το σώμα».
Άρης Κωνσταντινίδης: «Και είναι διαβολικά τα όσα πλάθουμε και χτίζουμε, έτσι όπως χάσαμε (-και δεν έχουμε) το Θεό μας, για να μην μπορούμε ούτε να πλησιάσουμε την ποιότητα, την ομορφιά και την αλήθεια. Και η πιο μεγάλη δυστυχία είναι ότι πήραμε το διάβολο για Θεό. Οπότε και θα διαβολοτραβιόμαστε, για να μη δούμε Θεού πρόσωπο, για να μην καταλαβαίνουμε μέσα σε ποιά δυστυχία παλεύει το κορμί, και ο νους και η ψυχή και η καρδιά».
Που πήραμε τη ζωή στραβά και δεν ξέρουμε που πάμε. Και πού να πάω να κρυφτώ για να μη με πιάνουν εκείνες οι στεναχώριες, που χάσαμε κάθε τόπο και κάθε αξιοπρέπεια. Έτσι που γυρίζουμε αδέσποτοι και ξένοι και μεταφέρουμε το σαρκίο μας, «το μόνο σπίτι που απέμεινε...». Και όχι για κάποιον άλλον λόγο, αλλά επειδή δεν ξεφορτώνεται εύκολα. Τα ισοπεδώσαμε όλα... και την ταυτότητα, που να μας πάρει και να μας σηκώσει! Και πώς γίνεται να σχεδιάζουμε – οι άνθρωποι γενικά, οι αρχιτέκτονες ειδικά – όλοι με τον ίδιο τρόπο κάθε που γίνεται ένας διαγωνισμός σε όποιο μέρος του κόσμου, λες και έχουμε όλοι μέσα μας το ίδιο φως, τον ίδιο αέρα, τα ίδια χώματα, τις ίδιες πέτρες, τα ίδια χρώματα, τις ίδιες οσμές.
Για να λέω πως δεν είναι τυχαίο που αλλάζουμε τα σαλόνια μας κάθε τρία- τέσσερα χρόνια, που κανένας δεν σκέφτεται να ζήσει πια στο σπίτι που κάποτε ζούσαν οι γονείς του, που φεύγουμε από μία σχέση και τρυπώνουμε αμέσως στην άλλη, μη και χάσουμε κάποια «διάρκεια» στη συντροφιά, μη και χάσουμε κάποια μάχη με τη μοναξιά μας, που να πάρει η οργή! Αλλαγές, αλλαγές...
Τι δυστυχία: άνθρωποι ζαλισμένοι που καίγονται να είναι ευτυχισμένοι εδώ και τώρα.
Και πώς να στεργίωσει καλή αρχιτεκτονική σε αυτόν τον τόπο, που όλοι είναι φυγόπονοι και που κανένας τους δεν παραδέχεται αυτόν τον τόπο για δικό του. Που κανένας δεν θα κάτσει να τον ακούσει, να τον νιώσει γιατί... παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορούν αυτή τη σιωπή, θέλουν αλλαγές και καινούργια πράγματα, για να έχει ένα ενδιαφέρον.
Και το χειρότερο, όπως λέει και ο Κωνσταντινίδης: «...πήραμε το διάβολο για Θεό». Για να λέω πως κανένας δεν προβληματίζεται, κανένας δεν στεναχωριέται. Αλλά χλεβάζουν και όποιον «μένει πίσω», που δεν έχει την ανάγκη να αλλάξει κάτι και που έχει και την υπομονή και την επιμονή.
Ισχύει: καταναλωτική κοινωνία – καταναλωτική αρχιτεκτονική.
Οπότε και ας το πάρουμε χαμπάρι πως χτίζουμε ότι είμαστε και είμαστε ότι χτίζουμε.
Σκίτσα: Τσαπάρας Στέλιος