ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
ΤΑ ΨΗΛΑ ΚΤΗΡΙΑ
27 Ιούνιος, 2007
“S.O.M. Skidmore, Owings & Merrill.-50 χρόνια μετά τον πρώτο ουρανοξύστη.” (ΜΕΡΟΣ Α')
Στο πλαίσιο της μόνιμης στήλης με θέμα τα ψηλά κτίρια θα πραγματοποιηθούν ορισμένες παρουσιάσεις του έργου γνωστών αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονικών γραφείων, οι οποίοι έχουν συνδέσει το όνομα τους με την κατασκευή ψηλών κτιρίων. Η πρώτη παρουσίαση αφορά το πολύ γνωστό αρχιτεκτονικό γραφείο ‘S.O.M’, το οποίο από την ίδρυση του το 1937 μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει πάνω από 50 ψηλά κτίρια, τα σημαντικότερα από τα οποία καταγράφονται παρακάτω.
1. Η εμφάνιση των ουρανοξυστών και η χρήση του μεταλλικού σκελετού
Ο 19ος ήταν ο αιώνας των μεγάλων μηχανικών επιτευγμάτων και των τεχνολογικών επινοήσεων. Τα στοιχεία που είναι υπεύθυνα για την ανάδειξη του αιώνα αυτού μέσα στην ιστορία των ‘στυλ’ είναι τα κατορθώματα της μοντέρνας τεχνολογίας. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές τους μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις βασικές υλικές σφαίρες: πρώτον ο σίδηρος, δεύτερον τα μηχανήματα και τρίτον το φως και η φωτιά.
Από τον 19ο αιώνα η Αμερική αρχίζει να αναπτύσσεται με αλματώδεις ρυθμούς και, μην έχοντας στο ενεργητικό της σχεδόν καμία επιρροή ή ακόμα και υποχρέωση από προγενέστερες κατασκευές στις νεοϊδρυθείσες πόλεις της, χρησιμοποιεί στην αρχιτεκτονική όλα τα νέα υλικά και τις μεθόδους κατασκευής ανοίγοντας έτσι νέους δρόμους και ανακαλύπτοντας νέες μορφές και κλίμακες.
Μέχρι το 1855 το βασικό υλικό κατασκευής στην Αμερική ήταν το ξύλο, ενώ στη συνέχεια άρχισε να χρησιμοποιείται και ο χυτοσίδηρος. Το 1871 ξέσπασε μια τρομερή πυρκαγιά στο Σικάγο, η οποία κατάστρεψε σχεδόν ολόκληρη την πόλη. Μια δεύτερη φωτιά το 1874 ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τις προσπάθειες για την ανάπτυξη πυρασφαλών κατασκευών. Επειδή οι σιδηροκατασκευές είχαν αποδειχθεί ευάλωτες στη φωτιά, υπήρξε μια στροφή στη δοκιμασμένη λύση των κατασκευών από τούβλο.
Εξαιτίας της πυκνής και ομοιόμορφης δόμησης των σπιτιών στο Σικάγο, μια ξαφνική ζήτηση οικοπέδων στο κέντρο της πόλης οδήγησε την αρχιτεκτονική να αναζητήσει λύσεις στην καθ’ύψος ανάπτυξη. Στη δεκαετία του ’90 δημιουργήθηκαν αρκετά πολυώροφα κτίρια, τα οποία - αν και είχαν μόνο οχτώ ή εννέα ορόφους – ονομάστηκαν ‘ουρανοξύστες’. Όσο τα κτίρια γίνονταν όλο και ψηλότερα, τόσο μεγάλωναν και τα πλεονεκτήματα των σιδηροκατασκευών. Δημιουργούσαν θεμέλια με λιγότερο βάρος, αποφεύγοντας έτσι τη δημιουργία τοίχων με μεγάλο πάχος στο ισόγειο, γεγονός που έδινε περισσότερο ωφέλιμο χώρο και συνεπώς μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Σιγά σιγά όλα τα προαπαιτούμενα για την εξάπλωση των ψηλών κτιρίων βρέθηκαν ή εφευρέθηκαν: η ανακάλυψη του πυρασφαλούς χαλύβδινου πλαισίου, η τεχνολογία για θεμέλια που να αντέχουν όλο και περισσότερο βάρος, και κυρίως η εφεύρεση του ανελκυστήρα που χρησιμοποίησε πρώτος ο Elisha Otis στη Νέα Υόρκη το 1857. Με τον ανελκυστήρα έγινε δυνατή η εύκολη πρόσβαση και στους ψηλότερους ορόφους, δίνοντας έτσι οικονομική αξία σε αυτούς και πολύ μεγαλύτερο συνολικό κέρδος από ένα πολυώροφο κτίριο.
Το 1877 ο James McLaughlin χρησιμοποίησε στήλες από τούβλα και μεγάλα γραμμικά διατεταγμένα παράθυρα, δίνοντας έτσι μια ‘όψη’ στη σιδηροκατασκευή ενός κτιρίου κατοικίας στο Cincinnati. O William LeBaron Jenney ακολούθησε αυτή την τάση στο κτίριο Leiter Store στο Σικάγο. Εκτεταμένα υαλοπετάσματα και άρνηση οποιασδήποτε διακόσμησης της όψης έκαναν μια πραγματική και λειτουργική εντύπωση. Ο Richardson και ο Sullivan προσπάθησαν αποφασιστικά να βρουν μια καλλιτεχνική μορφή για εμπορικά κτιριακά project. Ενώ ο Richardson αναδείκνυε τις δυναμικές, επίπεδες προσόψεις από πέτρα με προσεκτικά τοποθετημένα παράθυρα και στρογγυλεμένες καμάρες, ο Sullivan δοκίμασε την πρόκληση από ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο. Δομεί το κτίριο σε σχέση με τρεις λειτουργίες. Το ισόγειο χρησιμοποιείται για καταστήματα και για την πρόσβαση στους επάνω ορόφους.
Ακολουθεί μια ενδιάμεση ζώνη που περιέχει έναν αριθμό (οποιονδήποτε) από ομοειδείς ορόφους με χρήση γραφείων˙ η πρόσοψη αυτής της ζώνης είναι γι’ αυτό το λόγο δομημένη με έναν ομοιόμορφο κάνναβο από παράθυρα και κολόνες. Ο τελευταίος όροφος, ο οποίος φιλοξενεί στοιχεία από τις κοινές εγκαταστάσεις του κτιρίου, τονίζεται ως κατάληξη και υπερώο του κτίσματος. Επομένως το τυπικό, ιδανικό πολυώροφο κτίριο για τον Sullivan χαρακτηρίζεται από: βάση, κορμό και στέψη – όπως μια κλασσική κολόνα.
Η επιχειρηματολογία του τελειώνει με το εξής συμπέρασμα:
«Είναι ο διαπεραστικός νόμος όλων των πραγμάτων, οργανικών και μη οργανικών, φυσικών και μεταφυσικών, ανθρώπινων και υπεράνθρωπων, όλων των αληθινών εκδηλώσεων του κεφαλιού, της καρδιάς και της ψυχής, ότι η ζωή είναι αναγνωρίσιμη από την έκφραση της, ότι η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία. Αυτός είναι ο νόμος…».
Συνεχώς ψηλότερα κτίρια ανεγείρονταν πλέον με γοργούς ρυθμούς. Ειδικά εξειδικευμένες ομάδες εργατών κατασκεύαζαν με τις μεταλλικές σκαλωσιές τους σε δυσθεόρατα ύψη, με το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη να ξεπερνάν συνεχώς η μία πόλη την άλλη. Στο μεταξύ οι δρόμοι από κάτω γίνονταν όλο και σκοτεινότεροι μέχρι που, το 1898, ο αρχιτέκτονας Ernest Flagg, πρότεινε ότι να επιτρέπεται μόνο η βάση κάθε κτιρίου να εκτείνεται μέχρι το δρόμο, ενώ κάθε προεξέχον πύργος να περιορίζεται στο ένα τέταρτο από το συνολικό μέγεθος του οικοπέδου. Αυτή η ιδέα υιοθετήθηκε το 1916 σαν μέρος των οικοδομικών κανονισμών της Νέας Υόρκης, και επηρέασε σημαντικά το μετέπειτα αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των κτιρίων. Αυτή η μεγάλη έκρηξη των μέγιστων δυνατών κτιριακών όγκων οδήγησε σε δυσεύρετα, κουραστικά κτίρια τα οποία υψώνονταν σαν γαμήλιες τούρτες πάνω σε συμπαγείς βάσεις. Γι’ αυτό η κατασκευαστική καθαρότητα των πρώτων ψηλών κτιρίων καταστράφηκε εντελώς και χρειάστηκε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προτού συγκρίσιμα επιτεύγματα δημιουργήθηκαν ξανά.
2. S.O.M. Η ιστορία του διάσημου γραφείου
Ο Louis Skidmore (1897-1962) και ο Nathaniel Owings (1903-1984) ίδρυσαν το αρχιτεκτονικό τους γραφείο στο Σικάγο το 1936 και σχεδόν ταυτόχρονα άνοιξαν ένα δεύτερο γραφείο στη Νέα Υόρκη το 1937. Το 1939 γίνεται συνέταιρος στην εταιρεία ο John Merrill, ο οποίος εκείνη την εποχή έχτιζε πολυάριθμα περίπτερα για την παγκόσμια έκθεση στη Νέα Υόρκη.
Από την αρχή η εταιρεία έδωσε έμφαση στη σημασία της ομαδικής δουλειάς και της ατομικής ευθύνης ανάμεσα στους υπαλλήλους. Τα πρώτα χρόνια πέρασαν προσπαθώντας να δημιουργηθεί ένα γραφείο που να μπορεί να χειριστεί αποτελεσματικά τόσο τις εταιρείες όσο και τους εμπορικούς πελάτες.
Το 1952 ο Gordon Bunshaft ώθησε τους SOM σε ένα επίπεδο αρχιτεκτονικής αναγνώρισης με το σχέδιο του για το Lever House στη Νέα Υόρκη, ένα λεπτό, μεγάλο σε ύψος κτίριο χτισμένο πάνω σε ένα χαμηλό, επίπεδο κτίσμα σαν βάση, που έγινε το πρότυπο για τα επερχόμενα αστικά εμπορικά κτίρια. Αυτό το curtain-walled κτίριο γραφείων το οποίο χτίστηκε στα πλαίσια του Διεθνούς Στυλ, κατέδειξε τις ικανότητες των SOM και οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς παρόμοιων κτιρίων από την εταιρεία. Λόγω της μεγάλης κλίμακας των παραγόμενων κτισμάτων από το γραφείο, οι κατασκευαστικές καινοτομίες αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι των προσπαθειών και της δουλειάς του.
Το Skidmore, Owings & Merrill λειτουργεί ως μια επιτυχημένη μεγάλη εταιρεία, με γραφεία σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο, αν και κανένας από τους ιδρυτές δεν υπάρχει πλέον στην εταιρεία. Μερικοί αξιοσημείωτοι σχεδιαστές που έχουν συνεργαστεί κατά καιρούς με την εταιρεία είναι οι: Myron Goldsmith, Bruce Graham και ο Walter Netsch.
3. Lever House, Νέα Υόρκη, 1952
Ο ουρανοξύστης αυτός χτίστηκε το 1951-52 στην Park Avenue για την εταιρεία Lever Brothers, μια μεγάλη αμερικάνικη κατασκευάστρια εταιρεία οικιακών ειδών και έχει ύψος 92 μέτρα. Η γυάλινη επενδυμένη όψη και η καινούρια σχεδιαστική σκέψη, έθεσε κατευθύνσεις στην κατασκευή κτιρίων γραφείων που εκφράστηκαν σε πολλές επόμενες μελέτες και έγιναν κυρίαρχα στοιχεία της τότε σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Το κτίριο αποτελείται από δύο τεμνόμενους όγκους, ισορροπημένοι στις διαστάσεις αλλά διαφοροποιημένοι στο σχήμα. Ένα διώροφο οριζόντιο κτίσμα που περιέχει μια ανοιχτή αυλή καλύπτει όλο το οικόπεδο, με τον πύργο να είναι τοποθετημένος στη βόρεια πλευρά. Οι κολώνες και η αυλή στο επίπεδο του εδάφους δημιουργούν μια μεγάλη ανοιχτή πλατεία που επιτρέπει την είσοδο προς το lobby να είναι τοποθετημένη μακριά από την κίνηση του πεζοδρομίου.
Ο πρώτος όροφος του 21-όροφου πύργου, ο οποίος βρίσκεται σε υποχώρηση πίσω από τις κολόνες, περιέχει το εστιατόριο και την καφετέρια. Η κάτοψη του τυπικού ορόφου χαρακτηρίζεται από μεγάλους, ανοιχτούς γραφειακούς χώρους με εύκολη πρόσβαση στα προσωπικά γραφεία, και έναν πυρήνα κατακόρυφης μετακίνησης στο δυτικό άκρο. Η curtain-wall όψη αποτελείται από σκουροπράσινα ενδιάμεσα τζάμια, σε αντίθεση με τα γυάλινα ανοίγματα των παραθύρων, και από ανοξείδωτο μεταλλικό σκελετό.
Η εσωτερική αυλή, οριοθετημένη στις δύο πλευρές από δημόσιες κολόνες, εξασφαλίζει μια μετάβαση από το θορυβώδη δρόμο στο lobby. Η φύτευση συνεχίζεται και μέσα στο lobby, δίνοντας έμφαση στην αίσθηση ανοιχτωσιάς του ισογείου. Οι χώροι εργασίας σε κάθε όροφο απέχουν ελάχιστα από κάποιο εξωτερικό παράθυρο, ενώ ο κλιματισμός παρέχεται από μονάδες τοποθετημένες ανάμεσα στα παράθυρα των ορόφων και διαχέεται από μηχανισμούς που βρίσκονται στην ψευδοροφή, απ’ όπου διέρχονται και οι ηλεκτρικές καλωδιώσεις. Ο φυτεμένος κήπος στην οροφή του ισογείου, έξω από το εστιατόριο, χρησιμοποιείται ως χώρος αναψυχής, αν και βρίσκεται στο κέντρο της Νέας Υόρκης.
Οι όψεις του με την εναλλαγή πράσινου και αδιαφανούς μπλε γυαλιού μέσα σε ένα μεταλλικό πλαίσιο έφεραν για πρώτη φορά την όψη της στατικής δομής της κατασκευής από το εσωτερικό στο εξωτερικό. Πλέον καμία τεκτονική άρθρωση δε φαίνεται στις όψεις, είναι τελείως αποδομημένες. Με το κτίριο αυτό έγινε πραγματικότητα το όνειρο του Mies Van de Rohe από το 1920 για το γυάλινο ουρανοξύστη. Όπως επίσης έγινε πραγματικότητα ένα άλλο μεγάλο στοιχείο του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού: το σύστημα pilotis του Le Corbusier.
Πρωτοποριακή επίσης ήταν και η χωροθέτηση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο. Η επιλογή της τοποθέτησης του πύργου στη δυτική γωνία του οικοπέδου κατέστησε δυνατή την υιοθεσία μιας νέας διάταξης σε ζώνες, σύμφωνα με την οποία ένα κτίριο μπορούσε να κατασκευαστεί χωρίς καθόλου υποχωρήσεις καθ’ ύψος, εάν καταλάμβανε μόνο το 25% του οικοπέδου. Έτσι μένει ένα μεγάλο κομμάτι ανεκμετάλλευτο, αλλά το κτίσμα μπορεί πλέον να σχεδιαστεί σαν ένας τέλειος κύβος.
Lever House, Νέα Υόρκη, 1951-52
Εκτός από τις εμφανείς εξωτερικές καινοτομίες το Lever House ήταν επίσης ο πρώτος ουρανοξύστης ο οποίος κλιματίστηκε εξολοκλήρου με air-condition, με αποτέλεσμα τα παράθυρα να μη μπορούν πλέον να ανοίγουν. Για να μπορέσουν επομένως να καθαρίσουν τις γυάλινες όψεις εφεύραν το σύστημα των κινούμενων καμπινών καθαρισμού παραθύρων που κινούνταν σε ράγες στην οροφή του κτιρίου, σύστημα που αργότερα υιοθετήθηκε παντού ανά τον κόσμο δίνοντας λύση σε όλα τα κτίρια με μεταλλικό σκελετό και γυάλινες επιφάνειες.
Στο Lever House, η ιδέα του Μοντερνισμού για τον γυάλινο κύβο ως την απόλυτη αυτόνομη μορφή χωρίς καμία τυπική αναφορά στο γύρω αστικό περιβάλλον, πήρε μορφή με έναν απόλυτα λογικό τρόπο. Έτσι, σημαδεύει ένα αποφασιστικό σημείο στροφής στην ιστορία των ουρανοξυστών: από την μια πλευρά, οι πρώιμες ουτοπίες του Μοντερνισμού βρίσκουν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, ενώ από την άλλη, δείχνει το δρόμο προς την άβυσσο της επιπόλαιας και ρηχής αντιγραφής σε όλο τον κόσμο.
4. The Harris Trust and Savings Bank, Σικάγο, 1960
Το κτίριο καταλαμβάνει το 85% του μισού ενός οικοδομικού τετραγώνου, μέσα στο οποίο η βάση του πύργου είναι 27,4Χ57,6 μέτρα. Το συγκρότημα αποτελείται από τρία κτίσματα, ένα 23-όροφο πύργο στα ανατολικά, συνδεδεμένο με ένα πυρήνα εξυπηρέτησης σε ένα παλαιότερο 20-όροφο τραπεζικό κτίριο στα δυτικά, πίσω από τα οποία ένα τριώροφο γκαράζ μετατράπηκε για τραπεζική χρήση. Το παλαιό κτίριο συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε.
Η τελική λύση στο σύνθετο αυτό πρόβλημα κατέληξε σε ένα 23-όροφο πύργο με υποχωρήσεις στο ισόγειο (pilotis), και στον ενδέκατο, δωδέκατο και εικοστό τρίτο όροφο. Οι πρώτοι 10 όροφοι χρησιμοποιούνταν από την Harris Trust, ενώ οι 10 επόμενοι νοικιάζονταν. Το εστιατόριο του διοικητικού προσωπικού τοποθετήθηκε στον 23ο όροφο.
Οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις βρίσκονται στο διώροφο ανώτερο κεντρικό τμήμα του κτιρίου ώστε να μικρύνουν οι σωληνώσεις και να εξασφαλίσει ελεύθερο χώρο στο ισόγειο. Οι αντίστοιχοι όροφοι βάση χρήσεως στα δύο κτίρια ενώνονταν μεταξύ τους.
The Harris Trust and Savings Bank, Σικάγο, 1960
Η κατασκευή είναι από ενισχυμένο σκυρόδεμα στα θεμέλια και στα υπόγεια και πυροπροστατευμένο μεταλλικό σκελετό στο εμφανές κομμάτι του κτιρίου. Για τη δημιουργία του curtain-wall στις όψεις χρησιμοποιήθηκε ανοξείδωτο μέταλλο, για ευκολότερη συντήρηση και μεγαλύτερη αντίσταση στη διάβρωση.
5. Union Carbide Corporation, Νέα Υόρκη, 1960
Το συγκρότημα αυτό φιλοξενούσε τα διοικητικά γραφεία της Union Carbide Corporation, της δεύτερης τότε μεγαλύτερης χημικής εταιρίας στην Αμερική και έχει ύψος 215 μέτρα. Βρίσκεται σε ένα μεγάλο οικόπεδο και αποτελείται από ένα ψηλό πύργο γραφείων που αποτελούνταν από 52 ορόφους και ένα δωδεκαώροφο παράρτημα με μεγαλύτερη κάτοψη από τον πύργο.
Ο πύργος αποκολλάται ελαφρά από τα όρια του οικοπέδου και από τις τρεις πλευρές, ενώ το παράρτημα μόνο από την ανατολική και βόρεια πλευρά μόνο. Ένα μικρό συνδετήριο κομμάτι ενώνει τα δύο κτίσματα. Περισσότερο από τα δύο τρίτα του εκμεταλλεύσιμου ισόγειου χώρου είναι κατειλημμένο από τα δύο επίπεδα των σιδηροδρομικών γραμμών, περιορίζοντας έτσι την εκτεταμένη χρήση του. Καταστήματα, πλατφόρμες επιβίβασης, φρεάτια ανελκυστήρων και δύο αίθουσες εισόδου με κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν στο φουαγιέ του κυρίως ορόφου, καταλαμβάνουν το χώρο του ισογείου, αφήνοντας ένα ικανοποιητικό ελεύθερο χώρο περιπάτου.
Το κυρίως lobby με τα κουτιά των ανελκυστήρων, μια αίθουσα εκδηλώσεων, μια καφετερία και εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης, αποτελούν τον επάνω όροφο. Γραφεία και μηχανικός εξοπλισμός τοποθετούνται στους υπόλοιπους ορόφους. Το μεταλλικό πλαίσιο της κατασκευής βασίζεται σε μια υποδιαίρεση 1,52Χ0,76 μέτρα, υπαγορευμένη από το υπάρχον σιδηροδρομικό σύστημα και τις ανάγκες για μέγιστη ευελιξία στους γραφειακούς χώρους. Οι κολόνες μεταφέρουν τα φορτία κατευθείαν ή μέσω μεταφορικών ενδιάμεσων δοκαριών στους τοίχους και τις στηρίξεις του σιδηροδρομικού δικτύου. Πλάκες αμίαντου και μονωτικά φύλλα ελαχιστοποιούν την ταλάντωση λόγω της κίνησης των τραίνων. Το εξωτερικό περίβλημα αποτελείται από γυαλί, ανοξείδωτα κατακόρυφα χωρίσματα και μαύρα διπλής όψεως πανέλα. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του κτιρίου είναι η οροφή που αναμειγνύει φωτισμό, κλιματισμό και τις συνδέσεις για τα κινούμενα χωρίσματα.
Union Carbide Corporation, Νέα Υόρκη, 1960
6. Bank Building, Χιούστον, 1961
Το κτιριακό συγκρότημα αποτελείται από μια τράπεζα, ένα 32-όροφο πύργο γραφείων και ένα ξεχωριστό γκαράζ για πάρκινγκ. Στην τράπεζα έπρεπε να βολευτούν 105 μέλη και υπάλληλοι στον ισόγειο χώρο, με έξι εξωτερικά drive-in παράθυρα τα οποία θα επέτρεπαν την ανεμπόδιστη κίνηση των πεζών. Επίσης, το χαμηλό κτίριο της τράπεζας σχεδιάστηκε έτσι ώστε να είναι καθαρά προσδιορισμένο δίπλα στον πύργο. Τα διοικητικά και διαχειριστικά γραφεία της τράπεζας είναι τοποθετημένα στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο. Γι’ αυτό το λόγο η είσοδος και οι ανελκυστήρες για τους ενοικιαζόμενους ορόφους του πύργου είναι ξεχωριστά. Το πάρκινγκ είναι ενωμένο με ένα υπόγειο διάδρομο με τον πύργο.
Bank Building, Χιούστον, 1961
Το κτίριο της τράπεζας αποτελείται από μια κατασκευή με μεταλλικά πλαίσια, με ένα γυάλινο curtain-wall και μεταλλικούς ενισχυμένους αλουμινένιους τομείς. Το κτίριο έχει διαστάσεις 58Χ37,5 μέτρα και ύψος 10,4 μέτρων. Μια κεντρικά τοποθετημένη σκάλα οδηγεί στο υπόγειο. Χώρος εργασίας των υπαλλήλων και δύο εμφιαλωμένοι καθρέπτες σχηματίζουν ένα χαμηλό συνδετήριο διάδρομο με το lobby του πύργου, τις κυλιόμενες σκάλες και τους ανελκυστήρες. Το μπετονένιο πυροπροστατευμένο και συγκολημένο μεταλλικό πλαίσιο είναι ντυμένο με λευκό μάρμαρο Vermont. Νεοπρένιες λωρίδες γυάλινων παραθύρων από γκρι απόχρωση γυαλί μέσα σε αλουμινένιο πλαίσιο βρίσκονται σε υποχώρηση 1,52 μέτρων για τον έλεγχο του ηλιασμού και λόγους καθαρισμού.
Ο ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός καταλαμβάνει τους τρεις τελευταίους ορόφους.
7. One Chase Manhattan, Νέα Υόρκη, 1961
Το 60-όροφο κτίριο γραφείων είναι τοποθετημένο σε ένα οικόπεδο 10.000 περίπου τ.μ. στο κατώτερο τμήμα του Μανχάταν και έχει ύψος 247,8 μέτρα. Ένα εμπορικό κέντρο καλύπτει το πολυεπίπεδο υπόγειο, όπου στεγάζονται τράπεζες, καφετερίες, χώροι στάθμευσης και ο ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός. Εκμεταλλευόμενος έναν νόμο πριν το 1961 που αφορούσε τις ζώνες της πόλης και επέτρεπε σε έναν πύργο να έχει απεριόριστο ύψος αρκεί να κάλυπτε μόνο το 25% του οικοπέδου, ο Chase κατάφερε να καλύψει σχεδόν το 30% του οικοπέδου με ένα συμπαγές κτίριο χωρίς υποχωρήσεις. Η επιτυχία αυτού του σχεδιασμού, μαζί με άλλα δύο γνωστά παραδείγματα αντίστοιχου σχεδιασμού (το Lever House και το Seagram Building), έδωσε αποτελέσματα το 1961 με μια αλλαγή στις ζώνες της πόλης, αντικαθιστώντας τις υποχωρήσεις των προηγούμενων ουρανοξυστών με τη μορφή του πύργου και της πλατείας που παραδειγμάτισε το Chase.
Το κτίριο αποδεικνύει κατασκευαστικά ότι μια ψηλή και στενή μορφή μπορεί να πλαισιωθεί στη στενή της πλευρά με τρία κενά διαστήματα, οι δύο κεντρικές κολόνες οριοθετώντας τους ανελκυστήρες και τα κλιμακοστάσια ενώ οι δύο περιμετρικές κολόνες επέτρεπαν την κατασκευή μη διακοπτόμενων εσωτερικών γραφειακών χώρων, οι οποίοι μπορούσαν να οργανωθούν με το βέλτιστο δυνατό τρόπο.
One Chase Manhattan, Νέα Υόρκη, 1961
Το One Chase Manhattan ήταν ο πρώτος σημαντικός ουρανοξύστης που χτίστηκε ανατολικά της γέφυρας του Brooklyn, αντιστρέφοντας την τάση των επιχειρήσεων να πηγαίνουν προς το κέντρο. Το γυάλινο και μεταλλικό διεθνές στυλ της αρχιτεκτονικής έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τους επικρατώντες τεκτονικούς γείτονες. Οι κατακόρυφες κολόνες είναι σκεπασμένες με αλουμίνιο και αντιπροσωπεύουν το πιο καταφανές χαρακτηριστικό του μινιμαλιστικού του σχεδιασμού.
Η πλατεία των 27.269 τ.μ. παρέχει μια μεγάλη ποσότητα υπαίθριου χώρου σε αυτή τη συνωστισμένη επιχειρηματική περιοχή. Η πλατεία και ο ουρανοξύστης είναι τοποθετημένα πάνω σε μια μαύρη πέτρινη εξέδρα. Από τη νότια πλευρά, η πλατεία είναι προσβάσιμη από μια πλατιά ανάβαση των δέκα αναβαθμών.
8. John Hancock Center, Σικάγο, 1969
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ανταγωνισμός για τον τίτλο του ψηλότερου κτιρίου στον κόσμο φούντωσε ξανά. Για οικονομικούς λόγους τα περισσότερα ψηλά κτίρια αυτής της περιόδου παρέμεναν μεταξύ 200 – 250 μέτρων. Το Σικάγο ξεκίνησε μια νέα γενιά κτιρίων με στόχο την κατάκτηση του μεγαλύτερου ύψους με το John Hancock center, το οποίο ήταν, με ύψος 344 μέτρων, μόλις 37 μέτρα κοντύτερο από το Empire State Building στη Νέα Υόρκη.
Η βάση για αυτή την καινούρια ώθηση ήταν οι νέες κατασκευαστικές αρχές. Η επανάσταση πάντως στην ανάπτυξη των ψηλών κτιρίων δε δημιουργήθηκε από τους αρχιτέκτονες αλλά από τους μηχανικούς. Ο αρχικός νεωτερισμός ήταν στην πρόσοψη, εκεί που κανείς δεν το περίμενε.
Ο Fazlur Kahn, ένας μηχανικός ο οποίος δούλευε για τους SOM, απλά εξαφάνισε το σύστημα της μη φέρουσας πρόσοψης που είχε γίνει σχεδόν σύμβολο πίστης από την αρχή του μοντερνισμού. Για το John Hancock Center ανέπτυξε ένα σύστημα στο οποίο ένας χαλύβδινο σωληνωτό, φέρων πλαίσιο σχηματίζει μια πολύ σταθερή και συνάμα ορατή μέγα-κατασκευή. Συγκρινόμενος με τις παραδοσιακές κατασκευαστικές μεθόδους, αυτός ο σχεδιασμός επιτρέπει στα κτίρια να φτάσουν σε μεγαλύτερο ύψος με μικρότερη ποσότητα μετάλλου στο φορέα τους. Έτσι, ένα κτίριο των εκατό ορόφων μπορούσε πλέον να πραγματοποιηθεί με ένα κόστος ανάλογο με εκείνο ενός 45-όροφου προηγούμενου κτιρίου. Με αυτό τον τρόπο, η κόντρα για την κατοχή του ψηλότερου ουρανοξύστη έγινε για μια ακόμη φορά ενδιαφέρουσα και με οικονομικούς όρους.
Την ίδια στιγμή το Hancock center έθεσε ένα νέο ορόσημο στην αρχιτεκτονική δραματοποίηση του ύψους. Το κτίριο, ένας λεπτός γραμμικός, σταδιακά ελαττωμένος καθ’ ύψος, οβελίσκος έχει την επίδραση ενός υπερμεγέθους μινιμαλιστικού μνημείου. Η κατασκευή τελειώνει πάνω από τον 100ο όροφο, αλλά το συγκλινόμενο σχήμα συναντάται σε μια ιδεατή συνέχεια προς μια κορυφή πολύ μακριά από την οροφή του κτιρίου. Η πρόσοψη του κτιρίου είναι για μια ακόμα φορά τόσο συνθετικό κομμάτι όσο και έκφραση του φέροντος οργανισμού της κατασκευής. Τοποθετώντας τα παράθυρα στο χωρικό κέντρο της μεταλλικής φέρουσας κατασκευής, η πρόσοψη μετασχηματίζεται σε ένα εκφραστικό, δυναμικό ανάγλυφο. Ο Bruce Graham, σχεδιάζοντας για τους SOM, είπε:
‘Ήταν απαραίτητο για μας να ξεσκεπάσουμε την κατασκευαστική δομή αυτού του μαμούθ όσο είναι απαραίτητο να διακρίνεται η δομή του πύργου του Άιφελ’. Εδώ, η μηχανική αισθητική του 19ου αιώνα έμμεσα επέστρεψε ως σχεδιαστική μέθοδος των ψηλών κτιρίων του 20ου αιώνα.
John Hancock Center, Σικάγο, 1969
Το John Hancock Center, σύμφωνα με την παράδοση της πόλης του Σικάγο, σχεδιάστηκε για ποικίλες λειτουργικές χρήσεις. Στα χαμηλότερα επίπεδα περιέχει πέντε ορόφους με επιχειρηματικές χρήσεις, πάνω από τους οποίους βρίσκεται ένας εξαώροφος χώρος στάθμευσης. Πιο πάνω υπάρχουν 29 όροφοι που στεγάζουν γραφειακούς χώρους. Στη συνέχεια υπάρχει ένα ξενοδοχείο (με τη διάσημη πισίνα στον 43ο όροφο) και παραπάνω, 48 όροφοι συνεχώς μειωμένοι σε έκταση, που περιέχουν διαμερίσματα. Η ιδέα ενός ψηλού κτιρίου, η οποία σχηματοποιήθηκε από τον Raymond Hood το 1920, το οποίο θα είναι «μια πόλη μέσα σε μια πόλη» βρήκε την έκφραση της στο John Hancock Center, με τη μικτή χρήση σουπερμάρκετ, ταχυδρομείου και πισίνας σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω.
Στο 94ο όροφο, βρίσκει κανείς το παρατηρητήριο, ενώ στους δύο επόμενους ένα εστιατόριο και ένα μπαρ. Από τη σκοπιά της αστικής ενσωμάτωσης, το κτίριο είναι ομολογουμένως σχεδόν υποδειγματικό. Η βυθισμένη πλατεία μπροστά του, από τον επανασχεδιασμό της το 1995, δεν αποκαλύπτει καμία καθαρή σχέση μεταξύ του μνημειώδους κτιρίου και του αστικού χώρου στον οποίο στέκεται.
9. Carlton Centre Tower, Γιοχάνεσμπουργκ, 1972
Το συγκρότημα πολλαπλών χρήσεων Carlton Centre, ολοκληρώθηκε το 1972, και ήταν εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Αφρική και ο πρώτος σημαντικός ανασχεδιασμός του κέντρου του Γιοχάνεσμπουργκ. Αποτέλεσε τον καταλύτη για την περαιτέρω ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Τέσσερα μικρά μπλοκ κτιρίων, χαρακτηριστικά μιας πόλης από την εποχή που δεν ήταν μεγαλύτερη από έναν καταυλισμό ορυχείων, ενσωματώθηκαν σε ένα υπερ-μπλοκ. Το συγκρότημα αποτελείται από ένα 50-όροφο πύργο γραφείων με ύψος 222,5 μέτρων, ένα ξενοδοχείο με 624 δωμάτια και δύο υπόγειους χώρους συγκεντρώσεων. Το συγκρότημα περιέχει επίσης δύο μεγάλα εμπορικά κέντρα, έναν εκθεσιακό χώρο και δύο χώρους στάθμευσης. Δύο κτίρια φαίνονται πάνω από το επίπεδο του εδάφους: το 30-όροφο ξενοδοχείο Carlton με τη κωδωνοειδή βάση και το 50-όροφο Carlton Centre Tower να υπερέχει, με την τρομακτική του κλίμακα σε σχέση με την υπόλοιπη πόλη. Τα κύρια αρχιτεκτονικά στοιχεία του συγκροτήματος είναι ομαδοποιημένα γύρω από μια μεγάλη κυκλική αυλή η οποία εισχωρεί στα δύο εμπορικά επίπεδα κάτω από την πλατεία.
Ένα μεγάλο μέρος του οικοπέδου στο επίπεδο του δρόμου είναι ανοιχτό για τους πεζούς, για διαμορφωμένους υπαίθριους χώρους και ανοιχτές πλατείες. Οι υπαίθριοι χώροι περιλαμβάνουν κρήνες, υπαίθρια καφέ, και ένα χώρο για skating, χρήσεις που αντιπροσωπεύουν μια ουσιώδη αύξηση του ανοιχτού υπαίθριου δημόσιου χώρου στο κέντρο της πόλης. Κάτω από την πλατεία, τα δύο υπόγεια επίπεδα με εμπορική χρήση συνδέονται με τον κυρίως τόπο συγκέντρωσης. Ο τόπος αυτός περιλαμβάνει 180 καταστήματα λιανικής πώλησης, καφετερίες, εστιατόρια, και τράπεζες, προσφέροντας στους καταναλωτές ένα παντώς καιρού εμπορικό συγκρότημα χωρίς κίνηση αυτοκινήτων, άμεσα συνδεδεμένο με κυλιόμενες σκάλες και ανελκυστήρες τόσο με τους δύο πύργους όσο και με τους χώρους στάθμευσης. Ένα επίπεδο παρακάτω χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παραλαβή των αγαθών και την απομάκρυνση των ακαθαρσιών από το εμπορικό κέντρο.
Carlton Centre Tower, Γιοχάνεσμπουργκ, 1972
Τα θεμέλια των δύο πύργων είναι θάλαμοι από οπλισμένο σκυρόδεμα με διάμετρο 3,5 μέτρα, που εκτείνονται σε βάθος 20 μέτρων χαμηλότερα από τον πάτο της εκσκαφής, που από μόνη της είχε φτάσει σε βάθος 30 μέτρων. Ο ουρανοξύστης έχει έναν, 230 μέτρα ψηλό, πυρήνα από ενισχυμένο οπλισμένο σκυρόδεμα και περιμετρικές κολόνες που ελαττώνονται σταδιακά από 3 τ.μ. στο επίπεδο του δρόμου σε 1 τ.μ. στο ανώτερο επίπεδο. Τριγωνικοί δοκοί στη-ρίζουν τις δομικές πλάκες στο επίπεδο του κάθε ορόφου. Όλα τα κτίρια στο συγκρότημα είναι κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα με μια εμφανή εξωτερική δομή και ένα συμπαγές τελείωμα από τοπικό γκρι γρανίτη.
10. One Liberty Plaza, Νέα Υόρκη, 1973
Τοποθετημένο στην καρδιά στην περιοχή της Wall Street στη Νέα Υόρκη, πολύ κοντά στους δίδυμους πύργους, το One Liberty Plaza εκφράζει καθαρά τη μεταλλική του δομή – κατασκευή και εκμεταλλεύεται την τελευταία τεχνολογία (της εποχής του). Λίγο μετά την κατασκευή του, ο ουρανοξύστης βραβεύεται με το επίζηλο αρχιτεκτονικό βραβείο υπεροχής του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Μεταλλικών Κατασκευών. Η επιβράβευση προήλθε από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του κτιρίου, μεταξύ των οποίων είναι και η απολύτως καθαρή κάτοψη (χωρίς υποστυλώματα) κάθε ορόφου, που παρέχει ορισμένες από τις πιο λειτουργικές και μοναδικές εγκαταστάσεις σε αντίστοιχα κτίρια. Ο ουρανοξύστης έχει ύψος 226,5 μέτρα.
One Liberty Plaza, Νέα Υόρκη, 1973
Το κτίριο, το οποίο είναι γνωστό και ως U.S. Steel Building, ζητήθηκε από τις ιδιοκτήτριες εταιρίες να είναι ένα υποδειγματικό κτίσμα με κύρια έμφαση στις κατασκευαστικές απόψεις, αλλά επίσης με ολοκληρωμένο φυσικό φωτισμό, κλιματισμό και κατακόρυφη μετακίνηση. Προτού καταλήξουν σε αυτό το σχέδιο, εννέα πρωτότυπα κατασκευαστικά σχέδια, όλα βασισμένα στη λογική της ελεύθερης κάτοψης, αναλύθηκαν από άποψη κόστους και άλλες θεωρήσεις. Το επιλεγμένο σχέδιο χρησιμοποιεί πυρασφαλείς φλάντζες για να προστατέψει το μη πυρασφαλές πλέγμα, παρέχοντας έτσι σημαντική οικονομία στο υλικό επικάλυψης. Ένα ακόμα οικονομικό πλεονέκτημα ήταν οι 1,8 μέτρα, 7,6 εκατοστά βάθους οριζόντιοι δοκοί στήριξης, που άφηναν ένα μεγάλο κομμάτι της δύναμης του ανέμου να παραληφθεί από το εξωτερικό πλαίσιο.
Μέσα από ένα ειδικό συμφωνητικό που αφορούσε την κάλυψη, επιτράπηκε στους σχεδιαστές συγκεντρώσουν όλη την επιτρεπόμενη δόμηση στο μεγαλύτερο κτίριο, αφήνοντας το μικρότερο για κοινή χρήση με τη μορφή ενός δημόσιου πάρκου. Το πάρκο και η περιμετρική πλατεία ενώνονται με φαρδείς αναβαθμούς στις άκρες τους, καθώς υπάρχει μια ελαφριά υψομετρική διαφορά.
Το κτίριο έχει μια ογκώδη δόμηση, περίπου 650.000 τ.μ., χωρίς να υπολογίσουμε τα δύο υπόγεια επίπεδα κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Από το πρώτο επίπεδο κάτω από την πλατεία, συνδεδεμένο με το lobby με κυλιόμενες σκάλες και ανελκυστήρες, διαδρομές πεζών οδηγούν στους υπόγειους σταθμούς και στο World Trade Center (όσο ακόμα υπήρχε). Η σύνδεση των πεζοδιαδρομών ήταν μέρος ενός ευρύτερου κυκλικού συστήματος κίνησης των πεζών στην ειδική περιοχή Greenwich Street Development, ένα από τα πολλά συστήματα πεζοδιαδρομών τα οποία εγκρίθηκαν στον ανασχεδιασμό της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1970. το 1989 η πλατεία και το lobby υπέστησαν ανακατασκευή, επιδιόρθωση και επέκταση.
11. Sears Tower, Σικάγο, 1974
Για 22 χρόνια, ο πύργος Sears κατείχε το ρεκόρ του ψηλότερο κτιρίου στον κόσμο, με ύψος 442 μέτρα. Ώντας ακόμα το ψηλότερο κτίριο στο δυτικό ημισφαίριο, κατέχει τον ψηλότερο χρησιμοποιούμενο όροφο στον κόσμο και την ψηλότερη οροφή ουρανοξύστη. Είναι επίσης το μεγαλύτερο ιδιωτικό κτίριο γραφείων στον κόσμο με 1.127.760 τ.μ. γραφειακού χώρου. Η γνωστή: ‘Form Follows Function’ είναι αυτή που χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο τη μορφολογία του κτιρίου.
Ο πύργος Sears είναι το τυπικό παράδειγμα του επαναστατικού κατασκευαστικού συστήματος με τις δέσμες των σωλήνων, που του εξασφαλίζουν καθαρές κατόψεις χωρίς υποστυλώματα και 21,34 μ. απόσταση μεταξύ των υποστυλωμάτων. Καθώς το κτίριο ανεβαίνει σε ύψος, οι σωλήνες αρχίζουν να λιγοστεύουν, με αποτέλεσμα η αντίσταση κατά των ανεμοπιέσεων να ελαττώνεται. Οι τετράγωνοι σωλήνες έχουν διαστάσεις 22,85Χ22,85 μέτρα με περιμετρικές κολώνες που απέχουν 4,5 μέτρα από το κέντρο. Στη βάση εννέα σωλήνες ξεκινούν και ανεβαίνουν μέχρι τον 49ο όροφο.
Δύο γωνιακοί σωλήνες σταματούν στον 50ο όροφο, άλλοι δύο στον 66ο, ενώ τρεις ακόμα διακόπτονται στον 90ο όροφο, αφήνοντας τους δύο εναπομείναντες σωλήνες να ανεβούν ως την κορυφή του κτιρίου, στον 110ο όροφο. Για να μειωθεί η αποκοπτική ένταση. Η κατασκευή έχει διαγώνιες στηρίξεις μόνο στα δύο τελευταία επίπεδα (όροφοι που στεγάζουν ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις) προτού σταματήσει ο κάθε σωλήνας. Το κτίριο βάρους 222.500 τόνων συγκρατείται από 114 μπετονένιους θαλάμους στο υπέδαφος που εκτείνονται βαθιά μέσα στη γη.
Ο εξωτερικός φλοιός του κτιρίου είναι μια έκφραση του εσωτερικού δομικού σκελετού, με το πυρασφαλές πλαίσιο επενδυμένο με μαύρο αλουμίνιο και ηλιοαποροφητικά γυαλιά με μπρούτζινη απόχρωση. Διατηρείται με ετήσιους ελέγχους και έξι μηχανές καθαρισμού παραθύρων.
Sears Tower, Σικάγο, 1974
Το 1985 οι ανακαινίσεις στο lobby και στους εμπορικούς ορόφους ολοκληρώθηκαν, προσθέτοντας μια ξεχωριστή είσοδο για τους τουρίστες. Οι υπόγειοι εμπορικοί χώροι περιλαμβάνουν καταστήματα, ένα γυμναστήριο και εστιατόρια. Η εξωτερική πλατεία έχει χώρους ανάπαυσης και βλάστηση και τροφοδοτείται με υπόγεια θερμαντικά στοιχεία τα οποία λιώνουν το χιόνι και τον πάγο. Δύο αντέννες στην οροφή του κτιρίου καλύπτουν τηλεοπτικά τις ανάγκες τουλάχιστον είκοσι τηλεοπτικών σταθμών. Κάμερες στην οροφή ελέγχουν την κίνηση των αυτοκινήτων για την εξυπηρέτηση των πολιτών. Εάν ο αέρας είναι καθαρός μπορεί να δει κανείς από το παρατηρητήριο στον 106ο όροφο τέσσερις πολιτείες και τουλάχιστον διακόσια ενδιαφέροντα σημεία της πόλης του Σικάγο. Ο πύργος περιλαμβάνει όργανα ρυθμισμένα από υπολογιστή τα οποία ρυθμίζουν τη θέρμανση και το φωτισμό ώστε να το ενεργειακό κόστος να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ το επίπεδο άνεσης σε υψηλά.
12. 1100 Louisiana, Χιούστον, 1980
Αυτός ο 55-όροφος, καλυμμένος με γρανίτη, πύργος, με δύο επιπλέον επίπεδα κάτω από το επίπεδο της γης, περιέχει περίπου 579.120 τ.μ. ωφέλιμου χώρου και εκτείνεται σε δύο οικοδομικά τετράγωνα, με ύψος 228 μέτρα. Το κτιριακό πρόγραμμα αποτελούνταν από ένα διεθνές τραπεζικό γραφείο, κτίρια γραφείων και εστιατόρια τόσο για τους υπαλλήλους, όσο και για το κοινό. Στο κτίριο χρησιμοποιούνται 27 ανελκυστήρες. Στο υπόγειο, που εκτείνεται και κάτω από την πλατεία, βρίσκονται το υποκατάστημα ασφα-λείας της τράπεζας, καταστήματα, ένα εστιατόριο και ένα μικρό αμφιθέατρο. Λόγω της έντονης κλίσης η είσοδος στο χώρο αυτό γίνεται ισόγεια. Στην οροφή, η μια πλευρά μετακινείται προς τα μέσα με επτά σπασίματα.
Η αρχική σύλληψη του πύργου ήταν αυτή μιας γλυπτικής μορφής, χρησιμοποιώντας τμηματικά παράθυρα, υποχωρήσεις και ανακλαστικές επιφάνειες από γυαλισμένο κομμένο γρανίτη και μπρούτζινες γυάλινες επιφάνειες. Τα γειτονικά κτίρια και οι όψεις της πόλης επηρέασαν την τοποθέτηση του ουρανοξύστη. 50% του οικοπέδου αφέθηκε ελεύθερο, διαμορφώνοντας μια αστική πλατεία για την πόλη.
Το δομικό σύστημα του κτιρίου αποτελείται από ένα ‘σύνθετο οδοντωτό εξωτερικό σωληνωτό’ σύστημα με κολόνες σε διαστήματα των 3 μέτρων. Ο σωλήνας είναι κατασκευασμένος από κολόνες με φάρδος 1,2 μέτρα και δοκάρια πάχους επίσης 1, 2 μέτρων σε κάθε όροφο. Το πλαίσιο κάθε ορόφου αποτελείται από μεταλλικά δοκάρια, με μεταλλική επένδυση και μια ελαφριά μπετονένια πλάκα. Η συνολική πλευρική επιβάρυνση λόγω των ανεμοπιέσεων αποροφάται από τον εξωτερικό σωλήνα. Η κατασκευή εδράζεται πάνω σε συμπαγή θεμέλια τα οποία εκτείνονται περίπου 15 μέτρα κάτω από το έδαφος.
Sears Tower, Σικάγο, 1974
Τέλος Α’ μέρους. Μπορείτε να δείτε το Β’ μέρος εδώ
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Αλεξάνδρεια: αναζητώντας τη σύγχρονη όψη της πόλης. ( 27 Οκτώβριος, 2009 )
- “S.O.M. Skidmore, Owings & Merrill.-50 χρόνια μετά τον πρώτο ουρανοξύστη.” (ΜΕΡΟΣ Β') ( 23 Ιούλιος, 2007 )