ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
09 Μάρτιος, 2011
''Ενάντια στην Αρχιτεκτονική''
Ένα βιβλίο του Franco La Cecla σε μετάφραση Νίκου Μιτζάλη.
Καθώς ολοκλήρωνα τη μετάφραση του εν λόγω βιβλίου διάβασα σε ένα ξενόγλωσσο αρχιτεκτονικό περιοδικό ένα άρθρο για το Ντουμπάι που ανέφερε το πώς η πρόσφατη οικονομική κρίση έχει πλήξει μέχρι κι αυτό το καταφύγιο των Κροίσων και των νεόπλουτων, με συνέπεια οι πραγματικά χαμένοι να είναι οι απλοί εργάτες των οικοδομών. Το αμέσως επόμενο άρθρο ήταν ένα αφιέρωμα στον Έντσο Μάρι, με κυρίαρχη μια μεγάλη φωτογραφία του καλλιτέχνη να δημιουργεί γλυπτική, καταστρέφοντας αντικείμενα με μια βαριοπούλα. Ήταν απίστευτο πώς τα δύο κείμενα, αθέλητα, οδηγούσαν σε ένα συνειρμό που πολλοί από μας έχουμε κάνει ή/και εξακολουθούμε να κάνουμε: ότι ορισμένες κατασκευές χρειάζονται κυριολεκτικά γκρέμισμα. Όχι για να δημιουργήσουμε ένα έργο τέχνης από τα ερείπια, αλλά για να ακυρώσουμε απαίσιες και ανούσιες κατασκευές (μέρος των οποίων είναι αρχιτεκτονήματα) που επιβαρύνουν την καθημερινότητα της πόλης. Ίσως για να αισθανθούμε τη «διεστραμμένη ευχαρίστηση» του Τανιζάκι και την ελπίδα ότι η πόλη μπορεί τελικά να γίνει «όπως πρέπει».
Ανέφερα προηγουμένως «κατασκευές» γιατί βεβαίως η αρχιτεκτονική είναι και δόμηση αλλά η δόμηση δεν είναι απαραίτητα και αρχιτεκτονική. Όπως έγραφε ο Άαρον Μπέτσκυ στο μανιφέστο του στα πλαίσια της περσινής 11ης Μπιενάλε αρχιτεκτονικής στη Βενετία: «Η Αρχιτεκτονική δεν είναι χτίσιμο[...]. Η αρχιτεκτονική είναι τα πάντα σχετικά με το χτίσιμο. Είναι ο τρόπος που σκεπτόμαστε για τα κτίσματα, το πώς τα οργανώνουμε, το πώς τα δημιουργούμε, το πώς τα κτίρια εκθέτονται[...]. Η αρχιτεκτονική βρίσκεται πέρα, μέσα, πριν και μετά τα κτίσματα».
Δυστυχώς όμως πολλοί αρχιτέκτονες φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν την αρχιτεκτονική ως μια δυνητική ύλη με την οποία πρέπει να δουλέψει κάποιος αποκλειστικά, ως μοναδικό τρόπο δημιουργίας. ως κάτι που βρίσκεται υπέρ το δέον πέραν του κόσμου τούτου. Η αρχιτεκτονική μοιάζει έτσι να επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη θεαματική κατανάλωση αρχιτεκτονικών στοιχείων-μοντέλων, τα οποία αρνείται να κατοικήσει, και να επιδιώκει να γίνει κοινωνικός διαμορφωτής προβάλλοντας συμβολισμούς και κυρίως ευκρινείς μορφές εξουσίας. Έτσι, ο αρχιτέκτονας μετατρέπεται στον Τύραννο που εκτρέφει μέσα του ο χόμο ντεμοκράτικους, ο οποίος δεν εξαντλεί το έργο του στην άσκηση εξουσίας με οποιαδήποτε μορφή, αλλά προσπαθεί να κάνει όλο τον κόσμο μια πόλη, όλους τους τόπους ένα χώρο, να μετατρέψει όλες τις πεποιθήσεις σε μια και μοναδική πίστη: πως η Τεχνική μπορεί να επιτύχει οποιονδήποτε σκοπό, να μετατρέψει όλα τα πιστεύω ώστε να αποτελέσουν μια και μόνη ηθική.
Έτσι όμως οι αρχιτέκτονες παρακολουθούν τα γεγονότα. Επιλέγουν να αποστασιοποιηθούν και να κάνουν την αρχιτεκτονική τους επίκαιρη ωσάν να πρέπει να εξυπηρετήσει περισσότερο τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης και λιγότερο εκείνες ενός κτιρίου και της περιοχής στην οποία εγγράφεται. Η αρχιτεκτονική λοιπόν φαίνεται σήμερα να αγνοεί το πώς και από τι είναι κατασκευασμένοι οι χώροι. Ίσως γι' αυτό δεν αντιμετωπίζει πια την πόλη ως διήγηση εμπειριών ζωής, συνάντηση με τους άλλους και βίωμα συμμετοχής στη συλλογικότητα δια μέσου των ελεύθερων χώρων, αλλά ως εικόνα και μόνο. Μετατρέπεται έτσι σε ένα καπρίτσιο, σε ένα αυτοαναφορικό σημάδι-σύμβολο όπως μια μάρκα παπουτσιών, χάνοντας το πνεύμα συνύπαρξης και κοινωνίας της τέχνης δια μέσου της διάδρασής της με το δημόσιο χώρο.
Ο τελευταίος δεν είναι -ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι- το υπολειπόμενο των αρχιτεκτονημάτων καθώς οι πόλεις δεν γίνονται για την αρχιτεκτονική, αλλά από αυτήν για τους ανθρώπους. Είναι οι άνθρωποι που δίνουν ψυχή σε μια πόλη, τα συνημμένα σώματα που τη διακατέχουν και της επιδίδουν τον απαράμιλλο χαρακτήρα της, που γεμίζουν με ενέργεια και φωνές τους δρόμους και τα κτίρια. Γίνονται όμως «σκιές» μπροστά στη «λάμψη» των διάσημων αρχιτεκτονημάτων, εξαφανίζονται ή εμφανίζονται επιλεκτικά για να εμπλουτίσουν έναν εντυπωσιακό φωτορεαλισμό στις σελίδες κάποιου αρχιτεκτονικού περιοδικού. Αντιθέτως μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές στο δοκίμιο του Λα Τσέκλα, καθηγητή του υπογράφοντα από τα χρόνια του Κα' Τρον[1][1] και της Βενετίας, ο οποίος πλέκει το εγκώμιο αυτών των «σκιών», περιδιαβαίνοντας πόλεις του κόσμου, πόλεις που ο ίδιος βίωσε και δούλεψε, ανιχνεύοντας κοινωνικές εντάσεις, αντιφάσεις, αδιέξοδα, διαφορετικές γεύσεις και μυρωδιές και καταγγέλλοντας εκείνους τους αρχιτέκτονες -και συνεπώς την αρχιτεκτονική τους- που λειτουργούν ουσιαστικά όπως ο καπιταλισμός: προσπαθούν να προσαρμόσουν τις γεωγραφίες στις ανάγκες τους. Δηλαδή στη συσσώρευση που εξυπηρετεί η σταδιακή κατάργηση του χώρου (ιδιαίτερα του δημόσιου) έτσι ώστε να επιταχύνεται ο κύκλος ροής του κεφαλαίου και της κατανάλωσης. Στην προσπάθειά τους αυτή το διαφημιστικό αφήγημα γύρω από το αρχιτεκτόνημα γίνεται αυτό καθαυτό αρχιτεκτόνημα, αποϋλοποιώντας το δεύτερο και αναθεωρώντας τις σχέσεις με τα κοινωνικά συναρτήματά του.
Ο συγγραφέας στιγματίζει τη μεταποικιοκρατική εσωτερική λογική σύμφωνα με την οποία έχουμε γίνει αποικιοκράτες εμείς οι ίδιοι ξεπουλώντας το εδαφικό μας περιβάλλον, καθώς και την εγκληματική αμέλεια της εξουσίας που συστηματικά κατακερματίζει το χώρο. Ξεσκεπάζει το προκάλυμμα της αρχιτεκτονικής ιδιοφυίας πίσω από το οποίο κρύβεται η εξουσία των ολίγων και η αδιαφορία για τους πολλούς, το χρήστη και το περιβάλλον και καλεί διακριτικά σε αντίσταση.
Ο Λα Τσέκλα, όπως είπανε διάφοροι, δεν μιλά για το 0,1% των αρχιτεκτόνων αγνοώντας το 99% των προβλημάτων. Και στην Ελλάδα όπως και στην Ιταλία και αλλού η αρχιτεκτονική συνθλίβεται πολλές φορές από κερδοσκοπικές πρακτικές που εξαναγκάζουν τον μέσο αρχιτέκτονα σε τραγικές επιλογές. Όμως, όπως έλεγε ο συγγραφέας για το Ρέντσο Πιάνο, η άρνηση είναι πάντα μια επιλογή. Η επιβίωση μια άλλη. Οι επιλογές του καθενός είναι αυτές που τον χαρακτηρίζουν. Ο συγγραφέας επιλέγει να αντιμετωπίσει την αρχιτεκτονική ως λειτούργημα και όχι ως εμπόρευμα που μπορεί να ξεπουληθεί για κερδοσκοπικούς λόγους. Ο αρχιτέκτονας δεν μπορεί να είναι μια αρκούδα που τη βάζει να χορέψει κάποιος εύπορος εργοδότης πιστεύοντας ότι μπορεί να της κάνει ό,τι θέλει αφού εκείνος πληρώνει.
Οι άρκισταρ [2] μπορεί να είναι μεν τα πρότυπα των φοιτητών και των νέων αρχιτεκτόνων και να μελετώνται συστηματικά στις σχολές καθώς αποτελούν σημεία αναφοράς, όπως γι' αυτούς υπήρξαν οι παλαιότεροι, όμως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να ενδιαφερθούν περισσότερο για την πόλη και τον άνθρωπο, αλλάζοντας τον προσανατολισμό της ίδιας της αρχιτεκτονικής τους.
Μπροστά στην «τοποφαγία» της «κοσμόπολης», δηλαδή στη βουλιμία ενός συγκεντρωτικού αστικού μοντέλου το οποίο καταβροχθίζει χώρο, επιβάλλεται να εργαστούμε για μια «αναγέννηση των τόπων» και μια επανεδαφικοποίηση. Η τελευταία αρχίζει όταν η εδαφική επικράτεια βλέπει να αποκαθίσταται η άκρως πολύπλοκη διάσταση, δηλαδή τα περιβαλλοντικά και εδαφικά συστήματα που διαθέτει, ως ζωντανό υποκείμενο. Πρέπει να αντιδράσουμε σε αυτή τη «λοβοτομή του τοπικού πνεύματος» η οποία σημαδεύει την τομή με το περιβάλλον ζωής.
Επειδή όμως μοιάζει αδύνατο το να ανατρέψουμε μετωπικά την κυριαρχία του κεφαλαίου και των οικονομικών δυνάμεων, μπορούμε τουλάχιστον να δείξουμε έμπρακτα τη διαφωνία μας. Η υπεράσπιση του άκτιστου και των συνοικιών από το επιδιωκόμενο «ξέπλυμά» τους από τα «μιάσματα», η ανάκτηση ή η επανεφεύρεση των δημόσιων χώρων και η αυτοοργάνωση αποτελούν μια δυνατή εξεικόνιση του διαβήματος αυτού. Αρθρώνουν μια «στρατευμένη ιδιαιτερότητα» που συμβαίνει εκεί όπου τα ιδανικά σφυρηλατούνται από την εμπειρία αλληλεγγύης σε ένα τόπο και έχουν τη δύναμη να γενικοποιούνται και να λειτουργούν ως μοντέλα για μια νέα μορφή κοινωνίας που θα ευεργετήσει όλη την ανθρωπότητα. αυτό που ο Χάρβεϋ αποκαλεί «παγκόσμια φιλοδοξία». Παραφράζοντας τον Λατούς, ο στόχος δεν είναι η δημιουργία οάσεων στην αστική έρημο αλλά η προοδευτική επέκταση του δικτύου των υγιών «ελεύθερων χώρων» έτσι ώστε να οπισθοχωρήσει ή να γονιμοποιηθεί η έρημος της «Γενικής Πόλης» του Κούλαας. Άλλωστε, όπως έγραφε ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «[...] οι δημόσιοι χώροι είναι τα κρίσιμα σημεία όπου θα κριθεί το μέλλον της αστικότητας και της συνύπαρξής μας».
Νικόλας Μιτζάλης, Δρ.Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
[1] Σ.τ.Μ.: Ca' Tron: Η έδρα του πανεπιστημίου της πολεοδομίας και χωροταξίας στη Βενετία όπου συνυπήρξε ο υπογράφοντας με το συγγραφέα.
[2] Σ.τ.Μ.: Αrchistar: Νεολογισμός των Gabrielle Lo Ricco και Silvana Micheli.